πώς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πώς < αρχαία ελληνική πῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]πώς
- με ποια μέθοδο, κάνοντας ποια συγκεκριμένα πράγματα
- Πώς μπορώ να ετοιμαστώ αποτελεσματικά για τις εξετάσεις;
- Την ρώτησε πώς μπορεί να προετοιμαστεί αποτελεσματικά για τις εξετάσεις.
- λέγεται όταν θέλει κάποιος να μάθει την αιτία κάποιου πράγματος, να μάθει γιατί συνέβη κάτι (συχνά σε ρητορική ερώτηση)
- Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;
- με ποιον τρόπο
- Πώς κοιμάσαι τα βράδια, βαθιά ή με πολλές διακοπές;
- Πώς πάνε τα πράγματα, καλά;