Τα κοιτάσματα πορφυρικού τύπου συμπεριλαμβάνονται στα πολυμεταλλικά μεικτά θειούχα κοιτάσματα και αποτελούν πηγές χαλκού ή και χρυσού ή και μολυβδαινίου. Διαφοροποιούνται κοιτασματολογικά τόσο από επιθερμικά κοιτάσματα χαλκού που οφείλονται στην κυκλοφορία θερμών μεταλλοφόρων ρευστών (υδροθερμικά ρευστά) τα οποία μεταναστεύουν μέσα από βαθιά ρήγματα προς την επιφάνεια και συνήθως κρυσταλλώνονται υπεράνω των πορφυρικών συστημάτων, όσο και από τα κατεξοχήν συμπαγή θειούχα μεταλλεύματα μολύβδου, ψευδαργύρου (πχ. γαληνίτη, σφαλερίτη, σιδηροπυρίτη στην Χαλκιδική ή στο Λαύριο).
Τα πορφυριτικά κοιτάσματα χαρακτηρίζονται για τη μεγάλη τάξη μεγέθους των αποθεμάτων. Πράγματι, στην Νοτιοδυτική Αμερική υπάρχουν κοιτάσματα αυτού του τύπου με αποθέματα έως 10 δισ. τόννους. Αλλωστε, τα μεγαλύτερα ορυχεία του κόσμου α) To ορυχείο Bingham Canyon, ορυχείο χαλκού-χρυσού της Rio Tinto, στη Γιούτα των Ηνωμένων πολιτειών (ΝΔυτικά του Salt Lake City) και β) το ορυχείο της Chuquicamata στη Χιλή, τα οποία αποτελούν τους σημαντικότερους τροφοδότες της παγκόσμιας αγοράς σε χαλκό, περιέχουν κοιτάσματα αυτού του τύπου.

Κοίτασμα Σκουριών Χαλκιδικής

Το κοίτασμα πορφυρικού χαλκού-χρυσού των Σκουριών έχει μορφή σχεδόν κατακόρυφου σωλήνα, διαμέτρου περίπου 200m, που συνεχίζεται σε βάθος 920m κάτω από την επιφάνεια. Αρκετές παράλληλες φλέβες παρόμοιας σύστασης συναντώνται στα νότια του κυρίως πορφύρη. Πέραν του πορφύρη η μεταλλοφορία έχει αναπτυχθεί και στον περιβάλλοντα σχιστόλιθο με αποτέλεσμα να διπλασιάζεται η έκταση της μεταλλοφόρου ζώνης κάτω από το βάθος των 300m. Οι πλουσιότερες σε χαλκό (Cu) και χρυσό (Au) περιοχές βρίσκονται η μία κοντά στην επιφάνεια και η δεύτερη από 350 m από την επιφάνεια μέχρι το βαθύτερο σημείο των γεωτρήσεων.

Ο Ελληνικός Χρυσός. Το αποθεματικό δυναμικό του χρυσού στην Ελλάδα